- παλιατζής
- ο-ή, θηλ. παλιατζού -ούς, αυτός που εμπορεύεται παλιά αντικείμενα, αλλ. παλαιοπώλης (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παλιατζής — ο, θηλ. παλιατζού αυτός που αγοράζει και μεταπωλεί παλιά, μεταχειρισμένα αντικείμενα, παλαιοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. παλιά τού επιθ. παλιός + κατάλ. τζής (πρβλ. καφε τζής)] … Dictionary of Greek
-τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
λατερνατζής — ο αυτός που φέρει στην πλάτη και παίζει λατέρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατέρνα + κατάλ. ( α)τζής, δηλωτική επαγγέλματος (πρβλ. παλιατζής, ψιλικατζής)] … Dictionary of Greek
παλαιοπώλης — ο, θηλ. ισσα έμπορος παλιών, ιδίως μεταχειρισμένων, αντικειμένων, παλιατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + πώλης (< πωλώ)] … Dictionary of Greek
παλιατζήδικο — το κατάστημα αγοράς και πώλησης παλαιών, ιδίως μεταχειρισμένων, αντικειμένων, παλαιοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. παλιατζήδες τού παλιατζής + κατάλ. ικο (πρβλ. πατσατζήδικο)] … Dictionary of Greek
Ίσραελ — (Israëls). Επώνυμο οικογένειας Ολλανδών ζωγράφων. 1. Γιόζεφ (Jozef, Γκρόνινγκεν 1824 – Χάγη 1911). Μαθήτευσε κοντά στον Κρούσεμαν στο Άμστερνταμ και έπειτα κοντά στον Πικό στο Παρίσι. Θεωρείται επικεφαλής των τοπιογράφων της ζωγραφικής σχολής της … Dictionary of Greek
παλαιοπώλης — ο αυτός που εμπορεύεται (πουλά και αγοράζει) παλιά πράγματα, αλλ. παλιατζής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)